- κουτσαίνομαι
- κουτσαίνομαι, κουτσάθηκα βλ. πίν. 45
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κυλλώ — (I) κυλλῶ, άω (Α) τιμωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός. Η σημ. «τιμωρώ» θα πρέπει να προήλθε από τη στρέβλωση τών μελών τού σώματος που επιβαλλόταν ως τιμωρία]. (II) κυλλῶ, όω (AM) [κυλλός] καθιστώ κάποιον κουτσό, κουτσαίνω, στρεβλώνω μσν. μέσ. κυλλοῡμαι … Dictionary of Greek